- ποικιλόμυθος
- ποικῐλό-μῡθος, ον,A of various discourse,
χείλη AP5.55
(Diosc.); epith. of Cronus, Orph.H.13.5; of Hermes, ib.28.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χείλη AP5.55
(Diosc.); epith. of Cronus, Orph.H.13.5; of Hermes, ib.28.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλόμυθος — ποικιλόμῡθος , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμυθος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Κρόνου και τού Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μυθος (< μῦθος), πρβλ. ακριτό μυθος] … Dictionary of Greek
ποικιλόμυθον — ποικιλόμῡθον , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem acc sg ποικιλόμῡθον , ποικιλόμυθος of various discourse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλόφωνος — –η, ο / ποικιλόφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους μσν. αρχ. μτφ. ποικιλόμυθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ φωνος] … Dictionary of Greek
ποικιλόμυθα — ποικιλόμῡθα , ποικιλόμυθος of various discourse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμυθε — ποικιλόμῡθε , ποικιλόμυθος of various discourse masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)